αποσαθρώνω

αποσαθρώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) доводить до гниения, разложения; 2) доводить до полной негодности;

αποσαθρώνομαι [-οδμαι]

1) — гнить, разлагаться;

2) приходить в негодность; разваливаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποσαθρώνω" в других словарях:

  • αποσαθρώνω — αποσαθρώνω, αποσάθρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσαθρώνω — [σαθρώ] καθιστώ κάτι σαθρό, ετοιμόρροπο …   Dictionary of Greek

  • αποσαθρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι να σαπίσει, να διαλυθεί: Τα πετρώματα στο σημείο εκείνο είχαν εντελώς αποσαθρωθεί. Ουσ. η αποσάθρωση τέλεια αποσύνθεση, φθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσάθρωση — η 1. πλήρης εξασθένηση, διάλυση, καταστροφή 2. η συντελούμενη με την πάροδο του χρόνου αλλοίωση και καταστροφή των πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσαθρώνω. Η λ. μαρτυρείται από τον Ηρακλή Μητσόπουλο ως απόδοση του (γερμ.) Verwitterung] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»